ἱμονιοστρόφος

ἱμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος, ,
A water-drawer, Ar.Ra.1297.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ἱμονιοστρόφος — water drawer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιοστρόφοι — ἱμονιοστρόφος water drawer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμονιοστροφούμαι — ἱμονιοστροφοῡμαι, έομαι (Μ) [ιμονιοστρόφος] στρέφομαι σαν ιμονιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”